- κακοσυσταίνω
- (αόρ. (ε)κακοσύστησα) μετ. плохо отзываться (о ком-л.), давить плохую характеристику, рекомендацию (кому-л.); порочить, чернить (кого-л.)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κακοσυσταίνω — κάνω κακή σύσταση για κάποιον, δίνω κακές πληροφορίες, δυσφημώ … Dictionary of Greek
κακοσυσταίνω — κακοσύστησα, κακοσυστήθηκα, κακοσυστημένος, κάνω κακή σύσταση για κάποιον, δίνω κακές πληροφορίες για κάποιον: Με κακοσυστήσανε στην πεθερά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)